βαθυσέβαστος

βαθυσέβαστος
-η, -ο
πολυσέβαστος, άξιος μεγάλου σεβασμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + σεβαστός (πρβλ. αξιοσέβαστος, θεοσέβαστος κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”